- μεταπουλητής
- οο μεταπωλητής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταπουλητής — μεταπουλητής, ο και μεταπωλητής, ο θηλ. ήτρια αυτός που αγοράζει και πουλά σε άλλους εμπορεύματα, ο μεταπράτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταπωλητής — και μεταπουλητής, ο 1. αυτός που ξαναπουλάει κάτι που αγόρασε 2. ο μεταπράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπωλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
μεταπράτης — ο ο μεταπουλητής, ο έμπορος που πουλάει εμπορεύματα λιανικώς: Ήταν μεταπράτης σε μια κωμόπολη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)